- εύκλειος
- εὔκλειος, ὁ (Α)1. επίθ. τού Διός (στον Βακχυλ.)2. επιγρ. ονομασία τού αττικού μήνα Ανθεστηριώνα (στην Κέρκυρα, στο Βυζάντιο και στην Αστυπάλαια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κλειος (< κλέος), τ. που απαντά ακόμη στο επίθ. ηρά-κλειος].
Dictionary of Greek. 2013.